- διακάτοχος
- διακάτ-οχος, ον,A holding, possessing, Gloss., = Lat. bonorum possessor, PSI3.183 (v A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διακάτοχος — ο (AM διακάτοχος) [διακατέχω] αυτός που έχει υπό την προσωρινή κατοχή του κάτι, συνήθως οικία ή κτήμα και νέμεται τα έσοδα αρχ. μσν. ο κληρονόμος … Dictionary of Greek
διακατόχοις — διακάτοχος holding masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)